- σκοτίζω
- ΝΜΑ [σκότος]1. καθιστώ κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι («τὸν Θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον», επιγρ.)2. μτφ. α) καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινόβ) θολώνω το μυαλό, μπερδεύω τη σκέψη (α. «μα ο πόθος την εσκότιζε κι ετύφλωνέ τη πάλι», Ερωτόκρ.β. «ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ», ΠΔγ) αμαυρώνω, θολώνω (α. «το ξαφνικό φως τού σκότισε τα μάτια» β. «σκοτισθήσωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν», ΠΔ)νεοελλ.1. μτφ. διαταράσσω την ησυχία κάποιου, ζαλίζω, παρενοχλώ, γίνομαι φορτικός («μάς σκότισε με τα οικογενειακά του»)2. μέσ. σκοτίζομαια) ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάτιβ) συγχύζομαι, ζαλίζομαι, πονοκεφαλιάζω («τί κάθεσαι και σκοτίζεσαι γι' αυτό το παλιόπαιδο;»)γ) αγωνιώ, ανησυχώ3. φρ. α) «μη μέ σκοτίζεις» — μη μέ ενοχλείςβ) «σκοτίστηκα!» ή «πολύ που σκοτίστηκα» ή «δεν σκοτίζομαι» — αδιαφορώ εντελώς, δεν μέ νοιάζειαρχ.παθ. σκοτίζομαια) γίνομαι σκοτεινόςβ) σκυθρωπάζωγ) τυφλώνομαιδ) ζαλίζομαι, παθαίνω σκοτοδίνη.
Dictionary of Greek. 2013.